- συγκλονισμός
- ο1. διάσειση, τράνταγμα.2. αναστάτωση ψυχική, σφοδρή συγκίνηση: Δε συνήλθε ακόμα από το συγκλονισμό που ένιωσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγκλονισμός — ο, Ν 1. συντάραξη, τράνταγμα 2. μτφ. ψυχική αναστάτωση, σφοδρή συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
ανατάραγμα — το 1. ανατάραξη, ανακίνηση 2. συγκλονισμός, σπασμός από αρρώστια (πυρετό, επιληψία κ.λπ.) … Dictionary of Greek
ταρακούνημα — το, Ν [ταρακουνώ] πολύ ισχυρό κούνημα, συγκλονισμός … Dictionary of Greek
ταρακούνημα — το, ατος δυνατό κούνημα από τα θεμέλια, συγκλονισμός: Τι ταρακούνημα έκανε ο σεισμός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)